ταχύβουλος

ταχύβουλος
-ον, Α
αυτός που αποφασίζει γρήγορα («διαβαλλόμενος ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν ἐν Ἀθηναίοις ταχυβούλοις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ-* + -βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό-βουλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχύβουλος — hasty in counsel masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύβουλον — ταχύβουλος hasty in counsel masc/fem acc sg ταχύβουλος hasty in counsel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυβούλοις — ταχύβουλος hasty in counsel masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

  • ταχύμητις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ταχύβουλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μητις (< μῆτις «ευφυΐα»), πρβλ. ποικιλό μητις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”